-
1 γινώσκω
γῑνώσκω (γινώσκομεν, -οντι; γινώσκοντ(α): fut. med. pro act. γνώσομαι: impf. γίνωσκε, -ον: aor. ἔγνω, ἔγνον; γνῶθι; γνούς, γνόντα; γνῶναι: pf. ἔγνωκας, -εν: pass. γινώσκομαι)1 know, recognizea recognize (visually)τὸν μὲν οὐ γίνωσκον P. 4.86
τὸν μὲν ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός (byz.: ἔγνων) P. 4.120b recognize (facts)καὶ τότε γνοὺς Ἴσχυος Εἰλατίδα ξεινίαν κοίταν P. 3.31
γνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵας εἰμὲν αἴσας P. 3.60
γνῶθι νῦν τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν understand P. 4.263 εὖ νιν ἔγνωκεν (sc. Δαμόφιλος τὸν καιρόν) P. 4.287τοῦτ' ἀνιαρότατον, καλὰ γινώσκοντ ἀνάγκᾳ ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.288
φθέγμα μὲν πάγκοινον ἔγνωκας Πολυμνάστου Κολοφωνίου ἀνδρός understand fr. 188.c recognize, give recognition toἀδύλογοι δέ νιν λύραι μολπαί τε γινώσκοντι O. 6.97
ὅ τ' ἐν Ἄργει χαλκὸς ἔγνω νιν O. 7.83
τρισολυμπιονίκαν ἐπαινέων οἶκον γνώσομαι τὰν ὀλβίαν Κόρινθον O. 13.3
Νέστορα καὶ Λύκιον Σαρπηδόν' ἐξ ἐπέων κελαδεννῶν γινώσκομεν P. 3.114
d know, recognize c. part. “ γίνωσκε δ' ἐπειγομένους” P. 4.34 ἔγνον ποτὲ καὶ Ἰόλαον οὐκ ἀτιμάσαντά νιν ἑπτάπυλοι Θῆβαι (Ahrens: ἔγνων codd.) P. 9.79 pass.γινώσκομαι δὲ καὶ μοῖσαν παρέχων ἅλις Pae. 4.23
e know, recognize followed by indirect question.ὄτρυνον ἑταίρους, Αἰνέα, πρῶτον μὲν κελαδῆσαι, γνῶναί τ' ἔπειτ ἀρχαῖον ὄνειδος εἰ φεύγομεν O. 6.89
cf. P. 3.60 -
2 γιγνώσκω
γιγνώσκω, [dialect] Dor. (Epich.9, Pi.O.6.97), [dialect] Aeol., [dialect] Ion., and after Arist. [full] γινώσκω, but γιγνώσκω in early [dialect] Att. Inscrr., as IG12.127.19 ([etym.] κατα-), etc.: [tense] fut.Aγνώσομαι Il.23.497
, etc., [dialect] Dor. [ per.] 3sg.γνωσεῖται Call.Lav. Pall.123
( γνώσω is f.l. in Hp.Steril.215); Cret. form ἀνα-γνώοντι dub. in GDI 5075 (for [tense] aor. 1, v. ἀναγιγνώσκω): [tense] pf.ἔγνωκα Pi.P.4.287
, etc.: [tense] aor. 2ἔγνων Il.13.72
, etc., [dialect] Ep. dualγνώτην Od.21.36
, [dialect] Dor. [ per.] 3pl.ἔγνον Pi.P.4.120
; imper.γνῶθι Epich.[264]
, etc.; subj.γνῶ, γνῷς, γνῷ Il.1.411
, etc., [dialect] Ep. alsoγνώω, γνώομεν Od.16.304
,γνώωσι Il.23.610
; opt.γνοίην Il.18.125
, etc.; pl.γνοῖμεν Pl.Alc.1.129a
; inf.γνῶναι Od.13.312
, etc., [dialect] Ep.γνώμεναι Il.21.266
; part. , etc.:—[voice] Med., [tense] aor. 1γνώσασθαι Man.2.51
:—[voice] Pass., [tense] fut.γνωσθήσομαι Ar.Nu. 918
, Th.1.124, etc.: [tense] aor.ἐγνώσθην A.Supp. 7
(lyr.), E.El. 852, Th.2.65: [tense] pf. , Th.3.38:— come to know, perceive, and in past tenses, know, c. acc., Il.12.272, etc.; as dist. fr. οἶδα know by reflection, γιγνώσκω, = know by observation,γνόντες δὲ εἰδότας περιορᾶν Th.1.69
; ; χαλεπόν ἐστι τὸ γνῶναι εἰ οἶδεν ἢ μή it is hard to perceive whether one knows or not, Arist.AP0.76a26; discern, distinguish, recognize, ; ἀσπίδι γιγνώσκων by his shield, ib. 182; ironically, εὖ νύ τις αὐτὸν γνώσεται he will learn him to his cost, 18.270;νῦν ἔγνων τὸν Ἔρωτα Theoc.3.15
: sts. c. gen., γνώτην ἀλλήλων were aware of.., Od.21.36, cf. 23.109.2 folld. by relat. clauses, γιγνώσκω δ' ὡς .. I perceive that.., 21.209;ἔγνως ὡς θεός εἰμι Il.22.10
;ἔγνωκας ὡς οὐδὲν λέγεις Ar.Nu. 1095
; γ. ὅτι .. Heraclit. 108, A.Pr. 104, 379, etc.; ἵν' εἰδῆτε ὑμεῖς καὶ γνῶτε ὅτι .. D.21.143;γνώμεναι εἴ μιν.. φοβέουσι Il.21.266
;γ. τί πέπονθε πάθος Pl.Phlb. 60d
: c. acc. and relat. clause,Τυδείδην δ' οὐκ ἂν γνοίης, ποτέροισι μετείη Il.5.85
;γ. θεοὺς οἵτινές εἰσι Heraclit.5
;Σωκράτην γ. οἷος ἦν X.Mem.4.8.11
; τοὺς Πέρσας γ. ὅτι .. Id.Cyr.2.1.11; alsoἀλλοτρίας γῆς γ. ὅτι δύναται φέρειν Id.Oec.16.3
: c. part., ἔγνων μιν.. οἰωνὸν ἐόντα perceived that he was.., Od.15.532; ;ἔγνωκα.. ἠπατημένη S.Aj. 807
; ἔγνων ἡττημένος I felt that I was beaten, Ar.Eq. 658;χρυσῷ πάττων μ' οὐ γιγνώσκεις Id.Nu. 912
, cf. Antipho 5.33, X.Cyr. 7.2.17: c. gen., ὡς γνῶ χωομένοιο when he was aware of.., Il.4.357, cf. Pl.Ap. 27a: c. inf., : c. acc. et inf., recognize that.., Th.1.43, etc.; take a thing to mean that.., Hdt.1.78: c. dupl. acc., perceive or know another to be..,οἵους γνώσεσθε τοὺς ἀνθρώπους X.An.1.7.4
: abs., ὁ γιγνώσκων the perceiver, opp. τὰ γιγνωσκόμενα the objects perceived, Pl.R. 508e; also ὁ γ. one who knows, a prudent person, ib. 347d:—[voice] Pass., εἰ γνωσθεῖεν ᾧ .. if it were known of them in what.., Id.Prt. 342b.II form a judgement, think,ταὐτά Hdt.9.2
;τἀναντία τούτοις γ. X. HG2.3.38
;οὕτω γ. Id.An.6.1.19
;τὰ δίκαια γ. Lys.22.2
; ἃ γιγνώσκω λέγειν ( = τὴν γνώμην λ.) D.4.1;περὶ τῆς βοηθείας ταῦτα γιγνώσκω Id.1.19
; τοῦτο γιγνώσκων, ὅτι .. Men.572, cf. 648;ὡς ἐμοῦ ἀγωνιουμένου οὕτω γίγνωσκε X.Cyr.2.3.15
: abs., αὐτὸς γνώσῃ see thou to that, Pl.Grg. 505c; esp. in dialogue, ἔγνων I understand, S.Aj. 36; ἔγνως you are right, Id.Tr. 1221, E.Andr. 883; ἔγνωκας; Lat. tenes? Nausicr.1.5; judge, determine, decree that.., c. acc. et inf., Hdt.1.74, 6.85, Isoc.17.16: c. inf., determine to.., And.1.107:— [voice] Pass., to be pronounced, of a sentence or judgement, Th.3.36;παρανόμως γνωσθεῖσα δίαιτα D.33.33
, cf. 59.47;κρίσις ἐγνωσμένη ὑπό τινος Isoc.6.30
.2 [voice] Pass., of persons, to be judged guilty, A.Supp.7;γνωσθέντα ζημιοῦσιν οἱ νόμοι Arist.Rh.Al. 1431b30
;τεθνάτω ἐὰν γνωσθῇ, ἐὰν δὲ φυγὴ γνωσθῇ, φευγέτω IG12.10.29
.3 [tense] pf. [voice] Pass. with act. sense, ὡμολόγηκεν ὑμᾶς ὑπάρχειν ἐγνωσμένους are determined, D. 18.228 (sed leg. ἡμᾶς).IV γ. χάριν, = εἰδέναι χάριν, D.C.39.9.B causal, make known, celebrate,γνώσομαι τὰν ὀλβίαν Κόρινθον Pi.O.13.3
acc. to Sch. ad loc., v. dub. (Root γνω-, cf. Skt. jānāmi, jñātas, Lat. gnosco, gnotus, etc.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γιγνώσκω
-
3 ἐπαινέω
ἐπαινέω ( ἐπαινέοντι coni.; -έων; -εῖν: fut. - ήσομεν: aor. ἐπαίνεσα; -ήσαις, -ήσαντες; -ῆσαι: pass. ἐπαινεῖσθαι coni.)a praise c. acc./dat.Τρισολυμπιονίκαν ἐπαινέων οἶκον ἥμερον ἀστος ξένοισι δὲ θεράποντα, γνώσομαι τὰν ὀλβίαν Κόρινθον O. 13.2
βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι ἀκίνδυνον ἐμοὶ ἔπος σε ποτὶ πάντα λόγον ἐπαινεῖν παρέχοντι P. 2.67
λέξατο πάντας ἐπαινήσαις Ἰάσων P. 4.189
ἄνδρα κεῖνον ἐπαινέοντι συνετοί (byz.: αἰνέοντι codd.) P. 5.107εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται N. 5.19
c. dat., ἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς (Wil.: ἀδελφεούς τ' ἐπαινήσομεν ἐσθλοὺς codd.: ἀδελφεοὺς καὶ ἐπαινήσομεν ἐσλοὺς Ahlwardt: al. al.) P. 10.69 “ τῷ παρεόντι δ' ἐπαινήσαις ἑκὼν ἄλλοτ ἀλλοῖα φρόνει” fr. 43. 4. pass., ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι χρεών (sc. Ἀρισταγόραν; sic. Schr.: ἀγαθοῖς μὲν αἰνεῖσθαι codd.: ἀγαθοῖσί μιν αἰνεῖσθαι Mingarelli) N. 11.17b approve c. acc.σύνθεσιν ταύταν ἐπαινήσαντες οἱ μὲν κρίθεν P. 4.168
λόγον ἄνακτος Εὐξαντίου ἐπαίνεσα Pae. 4.36
См. также в других словарях:
πρόθυρο — το / πρόθυρον, ΝΜΑ, και προθίουρον Α (στον εν. και συν. στον πληθ.) τα πρόθυρα α) ο χώρος που βρίσκεται μπροστά από τη θύρα ή γύρω από αυτήν (α. «τα πρόθυρα τής Ακαδημίας» β. «οὗτος ὁ Μιλτιάδης κατήμενος ἐν τοῑσι προθύροισι τοῑσι ἑωυτοῡ», Ηρόδ.)… … Dictionary of Greek